Λέξη: ανοικοδόμηση

Σχετικές λέξεις: ανοικοδόμηση

ανοικοδόμηση λεξικο, ανοικοδόμηση του ναού του σολομώντα, ανοικοδόμηση συνώνυμο, ανοικοδόμηση ορισμός, ανοικοδόμηση σημασια, ανοικοδόμηση ατε

Συνώνυμα: ανοικοδόμηση

επανόρθωση, ανασχηματισμός

Μεταφράσεις: ανοικοδόμηση

ανοικοδόμηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rebuilding, reconstruction, rebuild, reconstruction of, the reconstruction

ανοικοδόμηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reconstrucción, la reconstrucción, de reconstrucción, reconstrucción de, reconstitución

ανοικοδόμηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erneuernd, Wiederaufbau, Rekonstruktion, Rekonstruktions, Umbau

ανοικοδόμηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reconstruction, reconstruisant, la reconstruction, de reconstruction, reconstitution, reconstruction de

ανοικοδόμηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricostruzione, la ricostruzione, di ricostruzione, ristrutturazione, alla ricostruzione

ανοικοδόμηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reconstrução, de reconstrução, a reconstrução, reconstrução do, reconstrução de

ανοικοδόμηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wederopbouw, reconstructie, de wederopbouw, heropbouw, wederopbouw van

ανοικοδόμηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
реконструкция, ремонтные, реконструкции, реконструкцию

ανοικοδόμηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rekonstruksjon, gjenoppbygging, ombygging, oppbyggingen, gjenoppbyggingen

ανοικοδόμηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rekonstruktion, återuppbyggnad, återuppbyggnaden, återuppbyggnads, uppbyggnaden

ανοικοδόμηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jälleenrakennus, jälleenrakentamiseen, jälleenrakennukseen, jälleenrakentamista, jälleenrakentamisen

ανοικοδόμηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
genopbygning, rekonstruktion, genopbygningen, rekonstruktionen, ombygning

ανοικοδόμηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přestavba, rekonstrukce, rekonstrukci, rekonstrukcí, přestavby

ανοικοδόμηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rekonstrukcja, przebudowa, odbudowa, odtworzenie, rekonstrukcji

ανοικοδόμηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
újjáépítés, rekonstrukció, újjáépítési, rekonstrukciója, felújítás

ανοικοδόμηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
imar, rekonstrüksiyon, yeniden yapılanma, rekonstrüksiyonu, yeniden inşa

ανοικοδόμηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відновіть, реконструкція, реконструкцію

ανοικοδόμηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rindërtim, rikonstruksion, rindërtimi, rindërtimin, rikonstruksioni

ανοικοδόμηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
реконструкция, възстановяване, възстановяването, преустройство, реконструкцията

ανοικοδόμηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэканструкцыя

ανοικοδόμηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rekonstrueerimine, rekonstrueerimise, ülesehitustöö, ülesehitamiseks, rekonstrueerimist

ανοικοδόμηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obnoviteljskih, rekonstrukcija, obnova, obnovu, rekonstrukcije, rekonstrukciju

ανοικοδόμηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurreisn, enduruppbyggingu, uppbyggingu, endurbygging, uppbyggingarstarf

ανοικοδόμηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rekonstrukcija, rekonstrukcijos, atstatymo, rekonstravimas, rekonstruoti

ανοικοδόμηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atjaunošana, remonta, rekonstrukcija, rekonstrukcijas, atjaunošanas

ανοικοδόμηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
реконструкција, реконструкцијата, реконструкција на, за реконструкција, обнова

ανοικοδόμηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reconstrucție, reconstrucția, de reconstrucție, reconstructie, reconstrucției

ανοικοδόμηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rekonstrukcija, obnova, rekonstrukcije, obnovo, rekonstrukcijo

ανοικοδόμηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rekonštrukcia, rekonštrukcie, renovácia, obnovy, rekonštrukciu
Τυχαίες λέξεις