Λέξη: ανοίγω
Σχετικές λέξεις: ανοίγω
ανοίγω σπίτι, ανοίγω το ψυγείο μου και τι να δω ο μπαρμπα-στάθης υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος, ανοίγω συνώνυμα, ανοίγω φύλλο για πίτα, ανοίγω τα μάτια σηκώνω το βλέμμα, ανοίγω το στόμα μου στίχοι, ανοίγω το στόμα μου-γρηγόρης μπιθικώτσης, ανοίγω επιχείρηση
Συνώνυμα: ανοίγω
ανοίγομαι, ξεμανταλώνω, σχίζω, κολλώ, ξεμανδαλώνω, εκπωματίζω, ξεβουλώνω μπουκάλι
Μεταφράσεις: ανοίγω
ανοίγω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
open, uncork, I open, stretching
ανοίγω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abierto, inaugurar, despejado, destapar, abrir, abierta, abiertos, abiertas, libre
ανοίγω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
öffnet, übersichtlich, öffnen, erschließen, eröffnen, aufschlagen, geöffnet, offen, aufmachen, offenen, offene
ανοίγω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ingénu, ouvrez, entamez, évident, public, entament, dégagé, franc, débuter, débâcler, ouvrir, défaire, révéler, commencer, embrayer, entamer, ouvert, ouverte, ouverts, ouvertes, ouverture
ανοίγω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dischiudere, esordire, aperto, aprire, aperta, aperti, aperte
ανοίγω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
no, abrir, em, aberto, na, aberta, abertos, abertas
ανοίγω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
openlijk, opendoen, openen, openmaken, open, geopend, geopende, toegankelijk
ανοίγω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
открывать, отмыкать, раскрывать, раскупориться, неликвидированный, приоткрытый, растворять, громогласный, вскрывать, стартовать, приотворить, открыть, откровенный, раскрываться, отпирать, отомкнуть, открытым, открытый, открытая, открытой
ανοίγω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
åpen, fri, åpenlys, åpne, åpent, keeper, open
ανοίγω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
öppen, öppna, öppet, Open
ανοίγω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avonainen, aukea, avara, avoin, auki, aukaista, avata, avautua, aukinainen, aava, perustaa, avoinna, avoimen, avoimia
ανοίγω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
åbne, åbent, åben, Åbn, Open
ανοίγω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odemknout, otvírat, patrný, rozevřít, otevřít, začít, nechráněný, odhalit, nepokrytý, upřímný, veřejný, zřejmý, přímý, zahájit, neskrývaný, volný, otevřeno, otevřený, otevřené, otevřená
ανοίγω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jawny, rozwarty, szczery, skłonny, otworzyć, objawiać, ogłaszać, inaugurować, wolny, rozpoczynać, czynny, rozpiąć, rozpocząć, brać, otwierać, publiczny, otwarte, otwarty, otwarta, open, otwartym
ανοίγω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyílt, nyitott, nyitva, Kinyitni, Kinyitni a
ανοίγω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açmak, açık, Open, açıktır, açık bir, açın
ανοίγω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкривати, відкриття, відчинити, відкритий, відкритим, відкритих, відкритими, відкритою
ανοίγω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hap, çelët, çel, hapur, i hapur, të hapur, e hapur, hapura
ανοίγω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отворен, отворено, отворени, отварям, отворена, открит
ανοίγω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адчыняць, адкрыты, адкрытым, адчыненым, адкрытых
ανοίγω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahti, avama, avalik, avatud, on avatud, open, avada
ανοίγω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otvoreno, otvoren, razjasniti, otvorena, otvoreni, otvorene
ανοίγω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
opna, opinn, opin, opið, opnar
ανοίγω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
patefacio
ανοίγω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atviras, atidaryti, atvira, atviro, atviros
ανοίγω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atvērt, atvērts, atvērta, atvērtā, atvērtas
ανοίγω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отворен, отворена, отворено, отворени, софтвер со отворен
ανοίγω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deschis, deschide, Deschideți, deschisă, A deschide, deschise
ανοίγω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odpirati, odprto, odpreti, odprt, odprta, open, odprte
ανοίγω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otvoriť, otvorené, otvorených, otvorený, otvorená