Assottigliare στα ελληνικά

Μετάφραση: assottigliare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψιλός, λιγνός, αραιός, αραιώνω, λεπτός, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές
Assottigliare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • assortimento στα ελληνικά - επιλογή, εκλεκτός, συλλογή, ποικιλία, κατάταξη, γκάμα, συλλογή ειδών αλληλογραφίας
  • assortire στα ελληνικά - ξεδιαλέγω, τακτοποιώ, συναναστρέφομαι, τύπος, είδος, ταξινομώ, ξεχωρίζω, ...
  • assuefare στα ελληνικά - εξοικειώνομαι, συνηθίζω, εξοικειώνω, συνηθίσουν, συνηθίσετε, συνηθίσουμε, συνηθίσεις, ...
  • assuefazione στα ελληνικά - συνήθεια, έξη, χρησιμοποιώ, χρήση, εθισμός, εθισμό, εθισμού, ...
Τυχαίες λέξεις
Assottigliare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψιλός, λιγνός, αραιός, αραιώνω, λεπτός, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές