Λέξη: ανούσιος

Σχετικές λέξεις: ανούσιος

ανούσιος αντίθετα, ανούσιοσ αντώνυμο, ανούσιος συνώνυμα, ανούσιος συνώνυμο

Συνώνυμα: ανούσιος

επίπεδα, ισόπεδος, σιμός, επίπεδος, αμβλύς, σαχλός, πενιχρός, άνοστος, άγευστος, γλυκανάλατος, επιτετηδευμένος, όχι εύγεστος, νερόβραστος

Μεταφράσεις: ανούσιος

ανούσιος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insipid, unsavory, flavorless, vapid, jejune

ανούσιος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insípido, desabrido, insulso, desagradable, desagradables, indeseable, unsavory, unsavoury

ανούσιος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fade, geschmacklos, flau, fad, unschmackhaft, seicht, widerwärtig, anstößig, zwielichtig, unappetitlichen, unsavory

ανούσιος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insipide, fastidieux, soporifique, ennuyeux, assommant, fade, louche, répugnant, douteux, désagréable, peu recommandables

ανούσιος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insipido, insulso, sgradevole, disgustoso, unsavory, unsavoury, disgustosa

ανούσιος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desagradável, repugnante, unsavory, insípido, repulsivo

ανούσιος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
flauw, onverkwikkelijk, onsmakelijk, onsmakelijke, unsavory, onfrisse

ανούσιος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бледный, бессодержательный, безвкусный, безжизненный, невкусный, бесцветный, водянистый, пресный, беззубый, непривлекательный, сомнительные, сомнительный, невкусно, сомнительное

ανούσιος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
usmakelig, uønsket, unsavoury, unsavory, usmakelige

ανούσιος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fadd, osmaklig, motbjudande, tvivelaktiga, unsavory, tvivelaktigt

ανούσιος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väljähtynyt, hengetön, ytimetön, eloton, mielenkiinnoton, inhottava, vastenmielisiä, vastenmielinen, unsavory, vastenmielistä

ανούσιος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
usmagelige, ækle, misliebige, usmagelig, usmageligt

ανούσιος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mdlý, fádní, nudný, nechutný, nechutné, mdlá, pochybný, bez chuti

ανούσιος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mdły, nijaki, nudny, niesmaczny, tępy, głupi, przykry, obchodzisz, niesmaczne, się obchodzisz

ανούσιος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kellemetlen, rossz, gusztustalan, visszataszító, gusztustalan ügy

ανούσιος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lezzetsiz, çirkin, unsavory, kötü kokulu, nahoş

ανούσιος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інсинуації, непривабливий, непривабливого

ανούσιος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i neveritshëm, neveritshëm, patërheqshëm, i patërheqshëm, i pashijshëm

ανούσιος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отвратителен, неприятна, неприятен, неприятни, противен

ανούσιος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
непрывабны

ανούσιος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maitsetu, tuim, elutu, vastik, ebameeldivad, Vastuvõetamatu, pahalõhnaline

ανούσιος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neukusan, nezanimljiv, neprijatan, neprihvatljiva, izigravaš, moralno neprihvatljiva

ανούσιος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
andlaus, unsavory

ανούσιος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neskanus, beskonis, beskonį dalyką, nemalonus, bjaurus

ανούσιος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
negaršīgs, sājš, pretīgs

ανούσιος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гаден, непријатните, безвкусен, спротивно, непринципиелен

ανούσιος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezgustător, prost gust, de prost gust, neplăcut, dezgustătoare

ανούσιος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Neukusan, Neprijatan

ανούσιος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mdlý, nechutný
Τυχαίες λέξεις