Astinente στα ελληνικά
Μετάφραση: astinente, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκρατής, λιτός, φειδωλός, αποχή, αποχής, απείχαν, σε αποχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- astice στα ελληνικά - αστακός, αστακό, αστακού, αστακών, τον αστακό
- astigmatico στα ελληνικά - αστιγματικός, αστιγματική, αστιγματικοί, αστιγματικού, αστιγματικές
- astinenza στα ελληνικά - εγκράτεια, αποχή, αποχής, η αποχή, την αποχή, της αποχής
- astratto στα ελληνικά - θεωρητικός, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες
Τυχαίες λέξεις
Astinente στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκρατής, λιτός, φειδωλός, αποχή, αποχής, απείχαν, σε αποχή
Μεταφράσεις: εγκρατής, λιτός, φειδωλός, αποχή, αποχής, απείχαν, σε αποχή