Λέξη: βρεγμένος
Σχετικές λέξεις: βρεγμένος
βρεγμένοσ σκύλοσ, βρεγμένος ως το κόκκαλο, βρεγμένος ονειροκρίτης, βρεγμένος pronunciation
Συνώνυμα: βρεγμένος
υγρός, βροχερός, μουσκεμένος, πολύ βρεγμένος
Μεταφράσεις: βρεγμένος
βρεγμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wet, sopping, wetted, drenched
βρεγμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
humedad, mojar, humedecer, mojado, húmedo, húmeda, mojada, en húmedo
βρεγμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feuchtigkeit, nass, anfeuchten, feucht, Nässe, nassen
βρεγμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
humidité, moitir, bassiner, madéfier, moite, trempé, pluvieux, humecter, mouiller, humide, mouillé, arroser, humidifier, tremper, eau
βρεγμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
umido, bagnato, bagnare, umidità, madido, inumidire, wet, a umido, acqua
βρεγμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ocidental, humidade, molhado, úmido, molhada, húmido, húmida
βρεγμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nat, vochtig, vocht, natte, vochtige, wet
βρεγμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
промозглый, непросохший, облить, мочить, обмусоливать, обмуслить, влажный, помочить, мокрый, ненастный, смочить, намочить, намачивать, увлажнить, увлажнять, сырой, мокрой, мокрые, влажная
βρεγμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fuktig, fuktighet, våt, væte, rå, vått, våte, wet
βρεγμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
väta, blöt, fukt, fuktig, våt, våta, vått, blöta
βρεγμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
märkyys, kosteus, vetinen, vetelä, kastella, märkä, kastaa, känninen, kostea, märkää, märän, märällä
βρεγμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fugt, våd, våde, vådt, wet, fugtig
βρεγμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mokro, skropit, deštivý, mokrý, vlhčit, navlhčit, vláha, namočit, vlhko, promoklý, pít, namočený, vlhký, mokré, mokrá, za mokra
βρεγμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
namoczyć, wilgotny, polać, deszczowy, mokry, zamoczyć, zwilżać, moczyć, pomoczyć, zwilżyć, zmoczyć, dżdżysty, rozmoczyć, mokro, wilgoć, mokre
βρεγμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vizes, alkoholtilalom-ellenes, nedves, a nedves, nedvesen
βρεγμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaş, ıslak, Islak, nemli
βρεγμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
західний, мокрий
βρεγμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lagësht, njomë, i lagësht, me lagështi, i lagur, lag
βρεγμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
влага, мокър, влажен, мокро, мокра, с влажна
βρεγμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мочаны, мокры
βρεγμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
läänepoolne, läände, märg, märja, niiske, märgade, märjad
βρεγμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tečni, vlažiti, kišovit, vlažan, nakvasiti, mokar, mokro, mokra, mokri
βρεγμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
votur, bleyta, blautur, blautt, blaut, blotna, vott
βρεγμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
drėgmė, šlapias, šlapia, drėgnas, šlapio, drėgna
βρεγμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slapjš, mitrs, slapjums, mitrums, mitra, slapji, slapja, slapjā
βρεγμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
влажни, влажно, мокри, мокра, влажна
βρεγμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
umezeală, umed, uda, ud, umedă, umeda, udă
βρεγμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
moker, mokra, mokro, wet, mokri, mokre
βρεγμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlhký, mokrý, mokré, mokrú, mokrá
Τυχαίες λέξεις