Λέξη: επαύξηση

Σχετικές λέξεις: επαύξηση

αύξηση /μείωση ισχύος υφιστάμενης ηλεκτροδότησης, επαύξηση ρεύματος, επαύξηση ισχύος, επαύξηση περιουσίας, επαύξηση ισχύος υφιστάμενης ηλεκτροδότησης, επαύξηση παροχής

Συνώνυμα: επαύξηση

αύξηση, προσαύξηση

Μεταφράσεις: επαύξηση

επαύξηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intensification, accrual, increment, increase, enhance, enhancement, augmentation

επαύξηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incremento, incremento de, aumento, mínimo de la subasta, Valor mínimo

επαύξηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entstehung, auflaufen, rückstellung, intensivierung, erbschaft, zuwachs, verstärkung, Zuwachs, Zunahme, Steigerung, Stufe, Inkrement

επαύξηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accroissement, renforcement, augmentation, surcroît, renfort, incrément, minimum, incrémentation

επαύξηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incremento, minimo, incremento di, di incremento, incrementi

επαύξηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incremento, aumento, incremento de, acréscimo, de incremento

επαύξηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanwas, vermeerdering, Toename, increment, verhoging

επαύξηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
интенсификация, накопление, углубление, обострение, нагромождение, накапливание, нарастание, усиление, напряжение, приращение, прирост, инкремент, приращения, увеличение

επαύξηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilvekst, tilveksten, økning, inkrement, økningen

επαύξηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inkrement, ökning, ökningen, steg, tillägg

επαύξηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lisäys, kasvu, lisäyksen, lisäystä, verran

επαύξηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilvækst, stigning, forøgelse, trin, inkrement

επαύξηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přírůstek, zesílení, zvýšení, přírůstku, inkrement, přírůst

επαύξηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzmocnienie, przyrost, intensyfikacja, nasilenie, wzmacnianie, przyrostu, increment, inkrementacji, inkrementacja

επαύξηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
növekedés, növekmény, inkremens, inkremensben, növekményt

επαύξηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
artım, artış, artışı, Arttırma, increment

επαύξηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нагромадження, інтенсивно, наростання, накопичення, прирощення, приріст, збільшення

επαύξηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rritje, shtim, Rritja, Rritja e, rritje e

επαύξηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
увеличение, прираст, нарастване, увеличаване, инкремент

επαύξηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прырашчэнне, прырост цела, прырост цела на

επαύξηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lisandumine, tekkepõhine, ägenemine, kuhjumine, juurdekasv, juurdekasvu, juurdekasvust, sammuga, juurdekasvu muutuste

επαύξηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
porast, naraštaj, prirast, povećanje, inkrement, prirasta, povećavanje

επαύξηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vöxtur, stighækkun, álagið

επαύξηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prieaugis, prieaugio, padidėjimas, prieaugį, Žingsnis

επαύξηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieaugums, pieauguma, pieaugumu, palielināšanās, palielinājuma

επαύξηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зголемување, прираст, пораст, инкремент, инкрементот

επαύξηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
creștere, increment, majorare, incrementului, incrementare

επαύξηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prirastek, prirast, prirastka, porast

επαύξηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prírastok, nárast, zvýšenie
Τυχαίες λέξεις