Borbottare στα ελληνικά
Μετάφραση: borbottare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, ψιθυρίζω, Mutter, μουρμουρίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bombola στα ελληνικά - μπουκάλι, εμφιαλώνω, κύλινδρος, κυλίνδρου, κύλινδρο, κυλίνδρων, του κυλίνδρου
- borace στα ελληνικά - βόραξ, βόρακα, βόρακας, βορικό, βορικό νάτριο
- bordello στα ελληνικά - πορνείο, οίκο ανοχής, ανοχής, οίκων ανοχής, οίκος ανοχής
- bordo στα ελληνικά - σανίδα, χείλι, ρέλι, ούγια, χείλος, άκρη, σύνορο, ...
Τυχαίες λέξεις
Borbottare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, ψιθυρίζω, Mutter, μουρμουρίζουν
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, ψιθυρίζω, Mutter, μουρμουρίζουν