Λέξη: αρχέγονος

Σχετικές λέξεις: αρχέγονος

αρχέγονος συνώνυμο, αρχέγονοσ λεξικό, αρχέγονοσ νανισμόσ, αρχέγονος ελλάς ήπειρος, αρχέγονος συνώνυμα, αρχέγονος ετυμολογία

Συνώνυμα: αρχέγονος

πρωτόγονος, αρχικός, ιθαγενής, αυτοχθών, ιθαγενές, πρωταρχικός

Μεταφράσεις: αρχέγονος

αρχέγονος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
primitive, primordial, aboriginal, primeval

αρχέγονος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
primitivo, primitiva, primitivos, primitivas, primitiva de

αρχέγονος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
primitiv, stammfunktion, primitive, primitiven, primitiver, ursprünglichen

αρχέγονος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
primitif, grossier, primitive, primitives, primitifs, primitive de

αρχέγονος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
primitivo, primitiva, primitive, primitivi

αρχέγονος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
primitivo, preliminar, primitiva, primitivos, primitivas

αρχέγονος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
primitief, primitieve, de primitieve, oorspronkelijke

αρχέγονος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
основополагающий, первобытный, первозданный, доморощенный, грубый, примитивный, первичный, простой, старомодный, основной, первоначальный, примитивная, примитивно, примитивной, примитивным

αρχέγονος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
primitive, primitiv, primitivt

αρχέγονος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
primitiv, primitiva, primitivt, urinnevånare, den primitiva

αρχέγονος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alkukantainen, kehittymätön, alkeellinen, primitiivinen, alkukantaiset, primitiivisen, primitiivisiä

αρχέγονος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
primitive, primitiv, primitivt

αρχέγονος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prvotní, prvobytný, primitivní, primitiv, původní, primitivum, primitiva

αρχέγονος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prymitywny, pierwotny, prymitywne, prymitywna, prymitywnych

αρχέγονος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kezdetleges, primitív, a primitív, ősi, primitívebb

αρχέγονος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilkel, basit, ilkel bir, primitif, ilk

αρχέγονος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зарядка, ґрунтовка, заливка, заливання, примітивний, найпримітивніший, примітивна

αρχέγονος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
primitiv, primitive, primitivë, i vjetër

αρχέγονος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
примитивен, примитивна, примитивни, примитивно, примитив

αρχέγονος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прымітыўны, прымітыўнае, прымітыўная, наіўны, прымітыўным

αρχέγονος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
algeline, primitiivne, primitiivse, primitiivsed, primitiivsete

αρχέγονος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slikarstvo, osnovni, primitivan, primitivni, primitivna, primitivno, primitivne

αρχέγονος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frumstæð, frumstæða, frumstæðar, frumstæður, frumstætt

αρχέγονος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
primityvus, primityvios, primityvi, primityvūs, primityvusis

αρχέγονος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
primitīvs, primitīvas, primitīva, primitīvi, primitīvu

αρχέγονος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
примитивен, примитивни, примитивна, примитивните, примитивниот

αρχέγονος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
primitiv, primitivă, primitive, primitiva, primitivi

αρχέγονος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
primitivní, primitivni, primitivna, primitive, primitivno, primitivne

αρχέγονος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prvobytný, primitívne, primitívny, primitívnej, primitívna, primitívnu
Τυχαίες λέξεις