Λέξη: αγαθός

Σχετικές λέξεις: αγαθός

αγαθός ετυμολογία, αγαθός συνώνυμα, αγαθός αρχαια, αγαθόσ δαίμων, αγαθός παραθετικά, αγαθόσ λόγοσ, αγαθός γιώργος, αγαθός και συνεργάτες, αγαθός σημαίνει, αγαθός αρχαία ελληνικά

Συνώνυμα: αγαθός

καλός, ευγενικός, ευνοϊκός, περιποιητικός, πράος, καλοκάγαθος, φιλικός, φιλόφρων

Μεταφράσεις: αγαθός

αγαθός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
good, benign, kindly, benevolent, virtuous

αγαθός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bondadoso, bondad, bueno, bien, buen, buena, buenas

αγαθός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gutes, geschickt, lieb, gute, richtig, züchtig, gesund, nützlich, güte, gut, artig, brav, erfahren, guten, guter

αγαθός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
congru, honnête, richement, sain, valable, attrayant, convenable, gain, amiable, agréable, profitable, aimable, salubre, marchandise, solide, utile, bon, bonne, bien, bonnes, une bonne

αγαθός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
utile, bello, bravo, buono, bene, buona, buon, buone

αγαθός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dourado, ágil, hábil, jeitoso, bom, perito, são, bem, boa, boas, bons

αγαθός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gezond, okay, vaardig, bedreven, vakman, expert, handig, behendig, goed, wel, deskundig, bekwaam, deskundige, welnu, goede, een goede, good

αγαθός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
искусный, удачный, благой, умелый, уважительный, верный, подходящий, приятный, полезный, надежный, хорошенький, хорош, хороший, вкусный, здоровый, правильный, хорошо, хорошая, хорошим, хорошей

αγαθός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gyldig, frisk, snill, god, bra, godt, gode, good

αγαθός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nytta, bra, god, snäll, goda, gott

αγαθός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oiva, terve, asiantuntija, hyvin, erikoistuntija, reipas, hyvästi, mainiosti, hyvyys, taitava, mainio, kelpo, hyvä, hyödyllinen, hyvää, hyvän, hyviä, hyvät

αγαθός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
god, dygtig, godt, gode, en god

αγαθός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
blaho, zdravý, poslušný, líbivý, laskavý, hodný, čestný, dobro, pěkně, zisk, poctivý, pořádný, hezky, notný, dobrý, velký, dobře, dobrá, dobré, dobrou

αγαθός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
udatny, urodzajny, ważny, atrakcyjny, odpowiedni, niezły, dobry, poprawny, dogodny, miły, grzeczny, zacny, dobro, dobre, dobra, dobrze

αγαθός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jó, a jó, jó ár, jól, helyes

αγαθός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyi, güzel, sağlam, becerikli, faydalı, iyi bir, good

αγαθός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смачний, гарний, придатний, добрий, добрячий, добре, гарно

αγαθός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mirë, i mirë, e mirë, të mirë, mira

αγαθός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
добро, товар, добър, добра, добре, добри

αγαθός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добры, моцны, добра, хорошо

αγαθός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hea, tubli, põhjalik, head, heade, häid, heas

αγαθός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobrom, dobra, sretno, siguran, dobro, dobar, loptu, dobre

αγαθός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
góður, vænn, almennilegur, hollur, gott, góð, vel, góða

αγαθός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
bonus

αγαθός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
malonus, prekė, nagingas, reikmuo, naudingas, geras, gera, gerai, geros, gerą

αγαθός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
labais, labs, izveicīgs, lietpratīgs, labums, labi, laba, ir laba, labu

αγαθός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
добро, добар, добра, добри, добрите

αγαθός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sănătos, bun, expert, bine, bună, buna, bune

αγαθός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
užitek, dober, dobra, dobro, dobri, dobre

αγαθός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dobrý, dobro, dobre, čestný, náležitý, užite, dobré
Τυχαίες λέξεις