Carcere στα ελληνικά
Μετάφραση: carcere, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωφρονιστήριο, φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- carcerare στα ελληνικά - φυλακίζω
- carcerato στα ελληνικά - κατάδικος, φυλακισμένος, τρόφιμος, καταδικάζω, έγκλειστος, κρατούμενος, κρατούμενο, ...
- carceriere στα ελληνικά - δεσμοφύλακας, δεσμοφύλακα, δεσμοφύλακά, δεσμοφύλακας των, δεσμοφυλάκων
- carciofo στα ελληνικά - αγκινάρα, αγκινάρας, της αγκινάρας, αγκινάρες, την αγκινάρα
Τυχαίες λέξεις
Carcere στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωφρονιστήριο, φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
Μεταφράσεις: σωφρονιστήριο, φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής