Denso στα ελληνικά

Μετάφραση: denso, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπαγής, πυκνός, συμπυκνωμένος, πυκνό, πυκνή, πυκνά, πυκνού
Denso στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • denominare στα ελληνικά - δακτυλίδι, δαχτυλίδι, ονομάζω, μάτι, κλήση, όνομα, ονομασία, ...
  • denominazione στα ελληνικά - ονομασία, ονομαστική αξία, ονομασίας, ονομαστικής αξίας, ονομασία της
  • dente στα ελληνικά - δόντι, δοντιών, δοντιού, των δοντιών, δόντια
  • dentro στα ελληνικά - εντός, μέσα, σε, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε
Τυχαίες λέξεις
Denso στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπαγής, πυκνός, συμπυκνωμένος, πυκνό, πυκνή, πυκνά, πυκνού