Λέξη: ειμαρμένη

Σχετικές λέξεις: ειμαρμένη

ειμαρμένη λεξικό, ειμαρμένη ετυμολογία, ειμαρμένη σημασια, ειμαρμένη ορισμός, ειμαρμένη λαχεία, την ειμαρμένη, προσωποποίηση ειμαρμένη, ειμαρμένη σημαίνει, ειμαρμένη wikipedia

Μεταφράσεις: ειμαρμένη

ειμαρμένη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
destiny, doom, fate, Doom

ειμαρμένη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suerte, destino, fatalidad, sino, azar, perdición, doom, condenación, la condenación, muerte

ειμαρμένη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verderben, los, schicksal, verurteilen, verdammung, untergang, verhängnis, geschick, Untergang, Schicksal, Verhängnis, Verderben, Doom

ειμαρμένη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trépas, perte, sentence, condamnation, mort, destination, jugement, apanage, affectation, juger, décès, ruine, fatalité, sort, destinée, condamner, destin

ειμαρμένη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fato, sorte, condannare, destino, Doom, condanna, Fato, sorte avversa

ειμαρμένη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
destino, sina, sorte, condenação, destruição, ruína, Perdição

ειμαρμένη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorland, bestemming, ondergang, lot, lotsbestemming, fortuin, doemen, veroordelen, levenslot, noodlot, Doom, kommer, doem

ειμαρμένη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
судьба, участь, обречение, жребий, рок, обречь, приговор, неизбежность, фатальность, парки, фатум, удел, гибель, осуждать, обрекать, обреченность, Дум, Рока, Судьбы

ειμαρμένη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dømme, skjebne, Doom, undergang, dom, undergangen, dommedag

ειμαρμένη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lott, öde, döma, Doom, undergång, doomen, jämmer, domedags

ειμαρμένη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
horna, kohtalo, tuomita, osa, kaitselmus, tuomio, määrätä, elämänkohtalo, sallimus, tuho, Doom, doomia, tuomiopäivän

ειμαρμένη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skæbne, bestemmelse, Doom, undergang, dommedag, dommedagsprofeterne

ειμαρμένη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úděl, určení, záhuba, zhouba, smrt, odsoudit, rozsudek, osud, Doom, zkázy, osudu, zkázu

ειμαρμένη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zagłada, stracenie, nieuchronność, los, osądzić, śmierć, predestynacja, zatrata, zatracenie, fatum, zguba, zrządzenie, wyrok, sąd, fatalność, przeznaczenie, Doom

ειμαρμένη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megsemmisülés, végzet, Doom, a Doom, végzete, a végzet

ειμαρμένη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kısmet, kader, Doom, azap, of Doom, Hüküm

ειμαρμένη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приректи, доля, уділ, загибель, прирікати, неминучість, погибель, Гібель, Гибель, загибелі, смерть

ειμαρμένη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fat, dënim, fundi i botës, dënoj, fatkeqësi

ειμαρμένη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
осъждам, гибел, Doom, Дуум, обречените, съдба

ειμαρμένη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гібель, Згуба, пагібель, згубу, Смерць

ειμαρμένη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hukatus, saatus, ettemääratus, vabaõhupidu, Doom, karistus, hukatusest, karistuse

ειμαρμένη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sudbina, sudbinu, kob, udes, Doom, usud, zla kob, Propast

ειμαρμένη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afdrif, Doom, Örlögin

ειμαρμένη στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fatum, fortuna

ειμαρμένη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
likimas, lemtis, dalis, doom, pražūtis

ειμαρμένη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
liktenis, piespriest, notiesāt, Doom, posts, spriedums

ειμαρμένη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
судбината, Doom, Дум, несреќата, осуденост, проклетство

ειμαρμένη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
destin, osândă, Doom, soarta, moarte

ειμαρμένη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ukaza, Doom, obsodba, Udes, pogubo, Usoda

ειμαρμένη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
osud, záhuba, osudu
Τυχαίες λέξεις