Dono στα ελληνικά

Μετάφραση: dono, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δωρεά, χάρισμα, παρουσιάζω, παρών, δώρο, πεσκέσι, δώρων, δώρου, το δώρο, δώρα
Dono στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • donna στα ελληνικά - κυρία, γυναίκα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
  • donnola στα ελληνικά - νυφίτσα, κουνάβι, νυφίτσας, κουναβιού, weasel
  • dopo στα ελληνικά - μεταγενέστερα, κατόπιν, έπειτα, επόμενος, μετά, μετά από, μετά την, ...
  • doppiare στα ελληνικά - προχειρίζω, ντουμπλάρω, DUB, το dub, μετεγγράψετε
Τυχαίες λέξεις
Dono στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δωρεά, χάρισμα, παρουσιάζω, παρών, δώρο, πεσκέσι, δώρων, δώρου, το δώρο, δώρα