Espansione στα ελληνικά
Μετάφραση: espansione, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάπλωση, διαστολή, μεγέθυνση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
Μεταφράσεις
- esotico στα ελληνικά - εξωτικός, εξωτικά, εξωτικό, εξωτικών, εξωτική
- espandere στα ελληνικά - εκτείνομαι, τεζάρω, τεντώνω, τεντώνομαι, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, ...
- espatriare στα ελληνικά - αποδημώ, αποικώ, εκπατρισμένος, εκπατρισμένο, εκπατρισμένων, αποδήμων, εκπατρισμένους
- espellere στα ελληνικά - αποβάλλω, απελαύνω, απελάσει, αποβάλει, απελαύνουν, αποβάλλει, απομακρύνει
Τυχαίες λέξεις
Espansione στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάπλωση, διαστολή, μεγέθυνση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
Μεταφράσεις: εξάπλωση, διαστολή, μεγέθυνση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη