Λέξη: επιτηρητής

Σχετικές λέξεις: επιτηρητής

επιτηρητής τάσης πριζας, επιτηρητής έντασης, επιτηρητής τάσης hager, επιτηρητής τάσης τριφασικός, επιτηρητής τάσης abb, επιτηρητής τάσης συνδεσμολογια, επιτηρητής τάσης 12v, επιτηρητής τάσης schneider, επιτηρητής τάσης τιμη, επιτηρητής τάσης

Συνώνυμα: επιτηρητής

επόπτης, επιστάτης

Μεταφράσεις: επιτηρητής

επιτηρητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
supervisor, overseer, surveillant, monitor, monitor shall

επιτηρητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
supervisor, supervisor de, el supervisor, supervisora, supervisor del

επιτηρητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hauptsteuerprogramm, dienstvorgesetzte, aufseher, aufsicht, dienstvorgesetzter, doktorvater, kontrolleur, meister, Supervisor, Vorgesetzten, Betreuer, Aufsichts

επιτηρητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
surveillant, vérificateur, contrôleur, intendant, surveillance, superviseur, supervision, supérieur, directeur, supérieur hiérarchique

επιτηρητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
supervisore, supervisor, segretario di, autorità di vigilanza, di vigilanza

επιτηρητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
capataz, supervisor, supervisor de, supervisor do, fiscal, orientador

επιτηρητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opzichter, Toezichthouder, supervisor, Toezichthouder voor, promotor

επιτηρητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
методист, наблюдатель, контролёр, надсмотрщик, смотритель, контролер, надзиратель, диспетчер, надсмотр, инспектор, руководитель, Надзорный орган, начальник, супервизор

επιτηρητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
veileder, leder, ordnede, overordnede, supervisor

επιτηρητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
handledare, handledaren, tillsynsmyndigheten, tillsynsmannen

επιτηρητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valvoja, esimies, ohjaaja, valvojan, ohjaajan, Supervisor

επιτηρητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vejleder, supervisor, Tilsynsførende, Tilsynsførende for, projektlederen

επιτηρητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dozorce, dohlížitel, kontrolor, vedoucí, školitel, Orgán dohledu, orgán dozoru

επιτηρητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nadzorca, dyrygent, zarządca, promotor, kontroler, menedżer, majster, kierownik, nadzorujący, inspektor, sprawujący nadzór nad

επιτηρητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felügyelő, felügyeleti, témavezető, supervisor, felügyeleti hatóság

επιτηρητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gözetmen, süpervizörü, yönetici, danışman, supervisor

επιτηρητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наглядач, контролер, доглядач, інспектор, керівник

επιτηρητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbikëqyrës, mbikëqyrësi, mbikqyrësi, mbikëqyrësi i, mbikqyrësi i

επιτηρητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ръководител, контрольор, началник, надзорник, на надзорник

επιτηρητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіраўнік, кіраўніца

επιτηρητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülevaataja, järelvaataja, juhendaja, järelevalvaja, järelevaataja, järelevalvajale, järelevalve eest

επιτηρητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kontrolor, nadzornik, supervizor, nadglednika, nadzornika, nadglednik

επιτηρητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
umsjónarmaður, Leiðbeinandi, leiðbeinanda, Umsjónarkennari, umsjónarkennara

επιτηρητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vadovas, priežiūros, priežiūros institucija, prižiūrėtojas, s priežiūros

επιτηρητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzraugs, uzraudzības, vadītājs, uzraudzības iestāde, vadītājam

επιτηρητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
супервизор, претпоставен, надзорникот, надзорник, надзор

επιτηρητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
supraveghetor, supervizor, de supervizor, supraveghetorul, supervizorul

επιτηρητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vodja, šef, nadzornik, nadzornik za, nadzorniku za, nadzornika, nadzornikom za

επιτηρητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vedúci, vedúce, vedúcu, vedúca, vedúcej
Τυχαίες λέξεις