Λέξη: έξη

Σχετικές λέξεις: έξη

έξι ορισμος, έξη ετυμολογία, έξη συνωνυμο, καθ έξη, εξι λεξικο, έξι μήνες, έξη ή έξι, έξη βικιλεξικο, έξη και μια τύψεισ για τον ουρανό

Συνώνυμα: έξη

χρήση, μεταχείριση, οικειότης, οικειότητα, συνήθεια

Μεταφράσεις: έξη

έξη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
habit, six, of six, the six

έξη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
costumbre, hábito, seis, de seis, las seis, los seis

έξη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sitte, gewohnheit, brauch, gepflogenheit, zustand, sechs, von sechs, Halb

έξη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
usage, habit, habitude, pratique, coutume, constitution, accoutumance, configuration, six, de six, à six

έξη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costumanza, vezzo, consuetudine, usanza, abitudine, assuefazione, sei, di sei, a sei

έξη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
costume, habito, hábito, seis, de seis

έξη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gebruik, gewoonte, hebbelijkheid, usance, aanwensel, zes, van zes, de zes, zestal

έξη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сложение, повадка, телосложение, обыкновение, замашка, обычай, привычка, особенность, ухватка, облачение, свойство, шесть, шести, шестью

έξη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vane, drakt, seks, fem

έξη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sedvana, sed, vana, sex

έξη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tottumus, tapa, kuusi, kuuden, kuudesta, kuuteen, kuudessa

έξη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sædvane, vane, seks, på seks

έξη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konstituce, zvyk, návyk, šat, hábit, obyčej, šest, SIX, šesti, ŠESTÁ

έξη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
właściwość, odzież, nałóg, obyczaj, przyzwyczajenie, nawyk, habitus, zwyczaj, budowa, habit, sześć, sześciu, sześćset, six

έξη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
habitus, hat, a hat

έξη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
adet, alışkanlık, endik, altı

έξη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
статуру, розбудови, звичай, властивість, одягання, шість, шестеро, шостій

έξη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
adet, zakon, gjashtë, gjashtëqind, e gjashtë, në gjashtë, prej gjashtë

έξη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шест, от шест, и шест, шестте, на шест

έξη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шэсць, шэсьць

έξη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ametirüü, kuus, kuue, kuuest, kuut, kuueks

έξη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
navika, običaj, odijelo, obući, šest, od šest, i šest, sa šest

έξη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vani, sex, og sex

έξη στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mos

έξη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įpratimas, įprotis, šeši, šešių, šešis, šešerių, šešios

έξη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ieradums, paradums, seši, sešu, sešus, sešiem, sešas

έξη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шест

έξη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obicei, șase, sase, de șase, și șase, de sase

έξη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
navada, zvok, sklon, šest, šestih, šestimi, v šestih, śest

έξη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvyk, návyk, sklon, šesť, šiestich
Τυχαίες λέξεις