Λέξη: επιτηδεύομαι

Συνώνυμα: επιτηδεύομαι

επηρεάζω, επιδρώ, προσβάλλω, προσποιούμαι

Μεταφράσεις: επιτηδεύομαι

επιτηδεύομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
feign, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aparentar, simular, fingir, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heucheln, vortäuschen, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
imiter, feindre, affecter, contrefaire, simuler, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
simulare, fingere, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sentimento, finja, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
simuleren, voorgeven, huichelen, fingeren, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
симулировать, инсценировать, придумывать, подделывать, притвориться, притворяться, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fingere, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
epitidefomai

επιτηδεύομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tekeytyä, leikkiä, näytellä, teeskennellä, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
epitidefomai

επιτηδεύομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předstírat, simulovat, padělat, fingovat, napodobit, přetvařovat, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
symulować, udawać, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
epitidefomai

επιτηδεύομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
epitidefomai

επιτηδεύομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
симулювати, підроблятися, прикиньтеся, вдавати, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
epitidefomai

επιτηδεύομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
epitidefomai

επιτηδεύομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
epitidefomai

επιτηδεύομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teesklema, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izmisliti, izigravati, predstavljati, epitidefomai

επιτηδεύομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
epitidefomai

επιτηδεύομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
epitidefomai

επιτηδεύομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
epitidefomai

επιτηδεύομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
epitidefomai

επιτηδεύομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
epitidefomai

επιτηδεύομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
epitidefomai

επιτηδεύομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
epitidefomai
Τυχαίες λέξεις