Estero στα ελληνικά
Μετάφραση: estero, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξένος, υπερπόντιος, εξωτερικός, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ξένο
Μεταφράσεις
- esteriore στα ελληνικά - παρουσίαση, εμφάνιση, προς τα έξω, έξω, τα έξω, εξωτερική, παθητικής
- esterno στα ελληνικά - εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικό, εξωτερικού, εξωτερικής
- esteso στα ελληνικά - διεξοδικός, τεράστιος, μεγάλος, φαρδύς, πλατύς, απέραντος, εκτεταμένος, ...
- estetico στα ελληνικά - αισθητικός, αισθητική, αισθητικής, αισθητικές, αισθητικό
Τυχαίες λέξεις
Estero στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξένος, υπερπόντιος, εξωτερικός, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ξένο
Μεταφράσεις: ξένος, υπερπόντιος, εξωτερικός, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ξένο