Λέξη: εποικοδομητικός

Σχετικές λέξεις: εποικοδομητικός

εποικοδομητικός διαλογος, εποικοδομητικός λεξικο, εποικοδομητικός διαλογος εκθεση, εποικοδομητικός διαλογος προυποθεσεις, εποικοδομητικόσ σημασια, εποικοδομητικός συνώνυμο, εποικοδομητικός ορισμος, εποικοδομητικός αγγλικά

Συνώνυμα: εποικοδομητικός

δημιουργικός

Μεταφράσεις: εποικοδομητικός

εποικοδομητικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
constructive, a constructive, fruitful

εποικοδομητικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
constructivo, constructiva, constructivas, constructivos

εποικοδομητικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konstruktiv, konstruktive, konstruktiven, konstruktiver, konstruktives

εποικοδομητικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inventif, constructif, constructive, constructives, constructifs, implicite

εποικοδομητικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costruttivo, costruttiva, costruttive, costruttivi, implicita

εποικοδομητικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
construtivo, construtiva, construtivas, construtivos

εποικοδομητικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
constructief, opbouwend, constructieve, opbouwende, feitelijke

εποικοδομητικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
творческий, конструктивный, конструкторский, строительный, подразумеваемый, созидательный, конструктивная, конструктивное, конструктивной, конструктивным

εποικοδομητικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konstruktiv, konstruktivt, konstruktive, selvpålagt, pålagt

εποικοδομητικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konstruktiv, konstruktiva, konstruktivt, en konstruktiv, ett konstruktivt

εποικοδομητικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
konstruktiivinen, muodostava, rakentava, rakentavaa, rakentavan, rakentavasta, rakentavasti

εποικοδομητικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
konstruktiv, konstruktive, konstruktivt, faktisk, en konstruktiv

εποικοδομητικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tvořivý, konstruktivní, činorodý, vynalézavý, konstruktivním, mimosmluvní, konstruktivního, konstrukční

εποικοδομητικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konstruktywny, konstrukcyjny, twórczy, konstruktywne, konstruktywna, konstruktywnego, konstruktywną

εποικοδομητικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
konstruktív, építő, építő jellegű, vélelmezett, a konstruktív

εποικοδομητικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapıcı, yapıcı bir, yapısal, zımni

εποικοδομητικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конструктивний, будівельний, конструкторський, конструктивна, конструктивну, конструктивного

εποικοδομητικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konstruktiv, konstruktive, konstruktivë, konstruktiv i, dobiprurës

εποικοδομητικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
градивен, конструктивен, конструктивно, конструктивна, конструктивни

εποικοδομητικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канструктыўны, канструктыўная, канструктыўную, канструкцыйны

εποικοδομητικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konstruktiivne, edasiviiv, konstruktiivset, konstruktiivse, konstruktiivselt

εποικοδομητικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konstruktivan, koristan, konstruktivni, konstruktivna, konstruktivne, konstruktivno

εποικοδομητικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppbyggileg, uppbyggjandi, uppbyggilegt, uppbyggilegum, uppbyggilegri

εποικοδομητικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
konstruktyvus, konstruktyvų, konstruktyviai, konstruktyvi, konstruktyvūs

εποικοδομητικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
konstruktīvs, konstruktīva, konstruktīvu, konstruktīvas, konstruktīvi

εποικοδομητικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
конструктивна, конструктивни, конструктивен, конструктивно, конструктивната

εποικοδομητικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
constructiv, constructivă, constructive, constructiva, implicită

εποικοδομητικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
konstruktivní, konstruktivna, konstruktivno, konstruktiven, konstruktivni, konstruktivnega

εποικοδομητικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konštruktívny, konštruktívne, konštruktívnu, konštruktívnej, konštruktívna
Τυχαίες λέξεις