Λέξη: ανατροφή
Σχετικές λέξεις: ανατροφή
ανατροφή διδύμων, ανατροφή παιδιών και ομοφυλοφιλία σχετίζονται, ανατροφή παιδιών στην αρχαία σπάρτη, ανατροφή και εκπαίδευση labrador retriever, ανατροφή βρέφους, ανατροφή παιδιών, ανατροφή γάτας, ανατροφή παιδιού, ανατροφή σκύλου, ανατροφή κουταβιού
Μεταφράσεις: ανατροφή
ανατροφή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
upbringing, nurture, breeding, raising, bringing
ανατροφή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
educación, crianza, la educación, la crianza
ανατροφή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kinderstube, manieren, erziehung, Erziehung, Erziehungs, die Erziehung, der Erziehung
ανατροφή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éducation, l'éducation, élever
ανατροφή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
creanza, educazione, educazione Scuole, l'educazione, un'educazione, educazione Scuole di
ανατροφή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
educação, criação, formação, upbringing, de educação
ανατροφή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opvoeding, de opvoeding, opvoeding van, opvoeden, opgevoed
ανατροφή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
воспитание, воспитания, воспитании, воспитанием, воспитанию
ανατροφή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppdragelse, oppvekst, oppdragelsen, oppveksten, oppfostring
ανατροφή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppväxt, uppfostran, fostran
ανατροφή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kasvatus, kasvatuksesta, kasvatuksen, kasvatukseen, kasvatusta
ανατροφή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opdragelse, opvækst, opdragelsen, opvæksten
ανατροφή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výchova, vychování, výchovy, výchovu, výchově, výchovná
ανατροφή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wychowanie, wychowania, wychowaniu, wychowaniem, wychowywanie
ανατροφή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
neveltetése, neveléséért, nevelésében, neveltetés, nevelést
ανατροφή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
terbiye, yetişme, yetiştirme, yetişmesi, yetiştirilmesinde, yetiştirilme
ανατροφή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виховання, виховування
ανατροφή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arsim, edukim, edukimi, edukimin, edukimin e, edukim të
ανατροφή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отглеждане, възпитание, възпитанието, отглеждането, възпитанието на
ανατροφή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выхаванне, выхаваньне
ανατροφή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasvatus, kasvatuse, kasvatusele, kasvatamisel, kasvatusega
ανατροφή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odgoj, odgoja, odgajanje, odgoju, odgojem
ανατροφή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppeldi, Uppeldið sem, Uppeldið
ανατροφή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
auklėjimas, auklėjimo, ugdymo, ugdymą, auklėjimą
ανατροφή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
audzināšana, audzināšanas, audzināšanu, audzināšanā, audzināšanai
ανατροφή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воспитување, воспитувањето, воспитанието, воспитно, воспитание
ανατροφή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
educație, creșterea, creștere, educația, educarea
ανατροφή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzgoja, odraščanje, vzgojo, vzgoje, vzgoji
ανατροφή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výchova, vzdelávanie, náuka
Τυχαίες λέξεις