Fidato στα ελληνικά
Μετάφραση: fidato, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φερέγγυος, αξιόπιστος, έμπιστος, συνεπής, εχέγγυος, πιστό, το πιστό, έμπιστο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fidanzata στα ελληνικά - φιλενάδα, φίλη, τη φίλη, κοπέλα, την κοπέλα
- fidare στα ελληνικά - εμπιστεύομαι, εμπιστοσύνη, αναθέτω, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης
- fido στα ελληνικά - πιστός, πίστωση, Fido, Τζακ, Φίντο, Αζόρ, Το Fido
- fiducia στα ελληνικά - αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, εχεμύθεια, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Τυχαίες λέξεις
Fidato στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φερέγγυος, αξιόπιστος, έμπιστος, συνεπής, εχέγγυος, πιστό, το πιστό, έμπιστο
Μεταφράσεις: φερέγγυος, αξιόπιστος, έμπιστος, συνεπής, εχέγγυος, πιστό, το πιστό, έμπιστο