Έμπιστος στα ιταλικά
Μετάφραση: έμπιστος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fidato, fedele, fidata, trusty, affidabile
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμπιστος
έμπιστος συνόνυμα, έμπιστος αντίθετο, έμπιστος λεξικό γλώσσας ιταλικά, έμπιστος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- έμβολο στα ιταλικά - pistone, stantuffo, del pistone, pistoni, a pistone
- έμβρυο στα ιταλικά - embrione, feto, del feto, il feto, fetale, feto in
- έμπνευση στα ιταλικά - ispirazione, l'ispirazione, ispira, ispirato, di ispirazione
- έμπορας στα ιταλικά - mercante, negoziante, mercantile, commerciante, bottegaio, merchant, mercante di
Τυχαίες λέξεις
Έμπιστος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: fidato, fedele, fidata, trusty, affidabile
Μεταφράσεις: fidato, fedele, fidata, trusty, affidabile