Imperativo στα ελληνικά
Μετάφραση: imperativo, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
![Imperativo στα ελληνικά Imperativo στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-it-gr-4437.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- impellente στα ελληνικά - επείγων, άμεσος, ωθούντα, ώθησης που, ωθήσεως, ωθήσεως η
- impenetrabile στα ελληνικά - αδιαπέραστος, αδιαπέραστο, αδιαπέραστα, αδιαπέραστη, αδιαπέραστες
- impercettibile στα ελληνικά - ανεπαίσθητος, ανεπαίσθητη, ανεπαίσθητες, ανεπαίσθητο, αδιόρατη
- imperfetto στα ελληνικά - ατελής, ατελή, ατελούς, ατελείς, ατελές
Τυχαίες λέξεις
Imperativo στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
Μεταφράσεις: προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό