Incombenza στα ελληνικά
Μετάφραση: incombenza, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθήκον, δουλειά, θητεία, του υφιστάμενου προμηθευτή, υφιστάμενου προμηθευτή, παρουσία του υφιστάμενου προμηθευτή, κατοχή αξιώματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- incolpare στα ελληνικά - κατηγορώ, ευθύνη, μομφή, φταίξιμο, υπαιτιότητας
- incolto στα ελληνικά - ακαλλιέργητος, ακαλλιέργητες, ακαλλιέργητη, χέρσων, ακαλλιέργητης
- incominciare στα ελληνικά - αρχίζω, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν
- incomodare στα ελληνικά - παρενοχλώ, ενοχλώ, δυσκολεύω
Τυχαίες λέξεις
Incombenza στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθήκον, δουλειά, θητεία, του υφιστάμενου προμηθευτή, υφιστάμενου προμηθευτή, παρουσία του υφιστάμενου προμηθευτή, κατοχή αξιώματος
Μεταφράσεις: καθήκον, δουλειά, θητεία, του υφιστάμενου προμηθευτή, υφιστάμενου προμηθευτή, παρουσία του υφιστάμενου προμηθευτή, κατοχή αξιώματος