Λέξη: κλίμακας
Σχετικές λέξεις: κλίμακας
κλίμακας φορολογίας, κλίμακασ likert, κλίμακας αξιολόγησης δεξιοτήτων παιδιών προσχολικής ηλικίας, κλίμακας norwood, κλίμακας wechsler, οικονομίες κλίμακας, κλίμακασ bacharach, κλίμακας χάρτη, κλίμακας ρίχτερ, κλίμακας καρντάσεφ
Μεταφράσεις: κλίμακας
κλίμακας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scale, range, of scale, the scale
κλίμακας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gama, escalar, escama, escala, escala de, la escala, de escala, a escala
κλίμακας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schuppe, kesselsteine, skala, maßstab, Maßstab, Skala, Waage, Umfang
κλίμακας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
peler, gamme, escaladez, échelle, s'entartrer, pellicule, éplucher, importance, escalader, escaladent, grimper, gravir, pelure, détartrer, jauge, envergure, l'échelle, ampleur, échelle de, barème
κλίμακας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scala, scaglia, squama, scala di, bilancia, scala da, dimensioni
κλίμακας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escala, escama, abrasar, desenho, escalde, escala de, dimensão, balança, de escala
κλίμακας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schaal, schilfer, schaalverdeling, schub, aanslag, verhouding, scala, ladder, weegschaal, omvang, grootschalige, Kleinschalig
κλίμακας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
таблица, взвешивать, размер, приподняться, подняться, камень, масштаб, взбираться, возвышаться, уровень, чистить, перелезать, чешуя, подниматься, взвешиваться, шкала, масштабы, масштабе, весы
κλίμακας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
målestokk, skala, skjell, skalaen, omfanget
κλίμακας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skala, skalan, omfattning, fördelar
κλίμακας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
skaala, hilse, mittakaava, asteikko, suomu, asteikolla, mittakaavassa, mittakaavan, laajuuden
κλίμακας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skæl, skala, omfang, målestok, omfanget, skalaen
κλίμακας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slupka, šplhat, měřítko, váhy, váha, měrka, stupnice, žebříček, žebřík, šupina, škála, loupat, oloupat, vystoupit, měřítku
κλίμακας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gama, stopniowanie, przesadzać, skala, kamień, podziałka, łuszczyć, skalować, łuskać, zgorzelina, skrobać, łupina, niszczyciel, łuska, szala, waga, skali, skalę, w skali
κλίμακας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hártya, fémhab, skála, pikkely, salak, számrendszer, hangsor, skálán, körű, léptékű, méretű
κλίμακας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ölçek, ölçekli, ölçeği, çaplı, ölçekli bir
κλίμακας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зважуватися, камінь, підніматись, градація, шкала, шкалу
κλίμακας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkallë, shkallë të, në shkallë, gjerë, në shkallë të
κλίμακας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
школа, мащаб, скала, десетобалната система, десетобалната, мащаба
κλίμακας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
драбiны, шкала
κλίμακας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
katlakivi, skaala, skaalal, ulatuse, ulatust, ulatus
κλίμακας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strugati, mjera, skala, ljestvica, razmjera, scale, skale
κλίμακας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mælikvarði, mælikvarða, stíl, umfang, mæli
κλίμακας στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
squama
κλίμακας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gama, mastelis, žvynas, skalė, masto, mastas, apimties, mastu
κλίμακας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mērogs, gamma, blaugznas, mēroga, skala, apjoma, skalas
κλίμακας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скала, размери, обем, скалата, обемот
κλίμακας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
solz, gamă, scară, scara, la scară, scară de, pe scară
κλίμακας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lestvica, lestvice, skala, obseg, obsega
κλίμακας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šupina, škála, mierka, meradlo, mierku, merítko, kritérium
Στατιστικά δημοτικότητας: κλίμακας
Τυχαίες λέξεις