Καθήκον στα ιταλικά

Μετάφραση: καθήκον, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
obbligo, quesito, incombenza, dogana, dazio, dovere, incarico, compito, attività, operazione, un'attività, lavoro
Καθήκον στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθήκον

καθήκον συνώνυμα, καθήκον αληθείας, καθήκον αντωνυμο, καθήκον σημασία, καθήκον ετυμολογία, καθήκον λεξικό γλώσσας ιταλικά, καθήκον στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • καθάρισμα στα ιταλικά - pulizia, di pulizia, la pulizia, pulizie, lavaggio
  • καθέλκυση στα ιταλικά - lancio, varo, avvio, di lancio, il lancio
  • καθίζω στα ιταλικά - posto, seggio, sedere, poltrona, sedile, sedersi, seduti, ...
  • καθαγιάζω στα ιταλικά - santificare, consacrare, Hallow, hallow il, hallow la
Τυχαίες λέξεις
Καθήκον στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: obbligo, quesito, incombenza, dogana, dazio, dovere, incarico, compito, attività, operazione, un'attività, lavoro