Iniettare στα ελληνικά

Μετάφραση: iniettare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμφυσώ, εισάγω, ένεση, την ένεση, έγχυση, ενέσετε, εισφέρει
Iniettare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inguine στα ελληνικά - αχαμνά, βουβωνική χώρα, στη βουβωνική χώρα, βουβώνα, βουβωνικής χώρας
  • inibire στα ελληνικά - περιορίζω, παρεμποδίζω, αναστέλλουν, αναστέλλει, αναστέλλουν την, παρεμποδίζουν, αναστείλει
  • iniezione στα ελληνικά - πυροβολισμός, πυροβολώ, πυροβόλησα, ένεση, σκάγια, έγχυση, ένεσης, ...
  • inimicizia στα ελληνικά - εχθρότητα, έχθρα, η εχθρότητα, την εχθρότητα, εχθρότητά
Τυχαίες λέξεις
Iniettare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμφυσώ, εισάγω, ένεση, την ένεση, έγχυση, ενέσετε, εισφέρει