Λέξη: κουρνιάζω

Σχετικές λέξεις: κουρνιάζω

κουρνιάζω in english, να κουρνιάζω, κουρνιάζω λεξικό

Συνώνυμα: κουρνιάζω

εμφωλεύω, φωλιάζω, επικάθημαι, στηρίζομαι

Μεταφράσεις: κουρνιάζω

κουρνιάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
roost, perch, nest

κουρνιάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gallinero, percha, Roost, dormidero, cotarro

κουρνιάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlafplatz, schlafstelle, Stange, Hühnerstange, roost, Quartier

κουρνιάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
perchoir, gaule, perche, juchoir, pioncer, Roost, dortoir, de Roost, percher

κουρνιάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
posatoio, Roost, pollaio, dormitorio, dettato legge

κουρνιάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pousada, quarto de dormir, roost, capoeira, poleiro

κουρνιάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slaapplaats, zitstok, stok, Roost, roest

κουρνιάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
насест, курятник, спальня, Roost, Руст, ночуют

κουρνιάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vagle, hønsehus, Roost, sjefen, hvile

κουρνιάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hönshus, Roost, sover, och ställer, hönshuset

κουρνιάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
orsi, oksa, Roost, istua, nilkkaan

κουρνιάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Roost, af Roost

κουρνιάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hřad, bidlo, Roost, hnízdiště, hřadují, hlídkovat

κουρνιάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
grzęda, żerdź, Roost

κουρνιάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hálóhely, kakasülő, tyúkülő, roost, alszanak, elszállásol

κουρνιάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tünek, roost, The Roost, tünemek, tüneme

κουρνιάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сідало

κουρνιάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hu, kotec, rri mbi hu, shkop, purtekë

κουρνιάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
курник, място за спане, кокошарник, нощуват, нощуване

κουρνιάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
курасадні, курасадню, курасадня, седала

κουρνιάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õrs, puhkepaik, roost, Oksa, pesapaiga, kanakuut

κουρνιάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kokošarnik, Roost, kokošinjcu, leglo, biti u kokošinjcu

κουρνιάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Roost

κουρνιάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lakta, vištidė, tupėti, Roost, miegamasis

κουρνιάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lakta, Roost, mitinās, tupēt uz laktas

κουρνιάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кокошарник

κουρνιάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se cocoța, Roost, cocoța, adăpost, culcuș

κουρνιάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
roost, Henhouse

κουρνιάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bidlo, hrad
Τυχαίες λέξεις