Innocente στα ελληνικά

Μετάφραση: innocente, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αθώος, αθώα, αθώων, αθώο, αθώους
Innocente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • innesto στα ελληνικά - μόσχευμα, πιάνω, κλώσημα, απομόνωση, μπολιάζω, αρπάζω, εμβόλιο, ...
  • inno στα ελληνικά - ύμνος, ύμνο, ύμνου, τον ύμνο, εθνικό ύμνο
  • innocenza στα ελληνικά - αθωότητα, αθωότητας, αθωότητά, την αθωότητά, την αθωότητα
  • innocuo στα ελληνικά - αβλαβής, ακίνδυνος, αβλαβή, αβλαβείς, ακίνδυνο
Τυχαίες λέξεις
Innocente στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αθώος, αθώα, αθώων, αθώο, αθώους