Inondazione στα ελληνικά
Μετάφραση: inondazione, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατακλυσμός, υπερχείλιση, πλημμύρες, πλημμυρίζω, πληθώρα, ξεχειλίζω, κατακλύζω, πλημμύρα, πλημμυρών, πλημμύρας, τις πλημμύρες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inoltre στα ελληνικά - επιπλέον, άλλωστε, εκτός από, επιπροσθέτως, εκτός από την, επιπλέον των, πέραν των
- inondare στα ελληνικά - πλημμυρίζω, βάλτος, έλος, κατακλυσμός, υπερχείλιση, ξεχειλίζω, κατακλύζω, ...
- inopportuno στα ελληνικά - ακατάλληλος, πρόωρος, παράκαιρος, λάθος, άκαιρος, ακατάλληλη, άκαιρο, ...
- inossidabile στα ελληνικά - ανοξείδωτος, ανοξείδωτο, από ανοξείδωτο, ανοξείδωτου, ανοξείδωτους
Τυχαίες λέξεις
Inondazione στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατακλυσμός, υπερχείλιση, πλημμύρες, πλημμυρίζω, πληθώρα, ξεχειλίζω, κατακλύζω, πλημμύρα, πλημμυρών, πλημμύρας, τις πλημμύρες
Μεταφράσεις: κατακλυσμός, υπερχείλιση, πλημμύρες, πλημμυρίζω, πληθώρα, ξεχειλίζω, κατακλύζω, πλημμύρα, πλημμυρών, πλημμύρας, τις πλημμύρες