Insediare στα ελληνικά
Μετάφραση: insediare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαθιδρύω, εγκαθιστώ, τοποθετώ, εισάγω, εισάγει τον, εντάξει το, εισάγουν τον
Μεταφράσεις
- inscenare στα ελληνικά - φάση, σκηνοθετώ, στάδιο, σκηνή, σταδίου, το στάδιο
- insediamento στα ελληνικά - εγκατάσταση, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό, οικισμός
- insegna στα ελληνικά - σήμα, ταμπέλα, πίνακας, υπογράφω, πινακίδα αγγελίας, πινακίδα, πινακίδας, ...
- insegnamento στα ελληνικά - διδασκαλία, μόρφωση, διδασκαλίας, τη διδασκαλία, διδακτικού, διδακτικό
Τυχαίες λέξεις
Insediare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαθιδρύω, εγκαθιστώ, τοποθετώ, εισάγω, εισάγει τον, εντάξει το, εισάγουν τον
Μεταφράσεις: εγκαθιδρύω, εγκαθιστώ, τοποθετώ, εισάγω, εισάγει τον, εντάξει το, εισάγουν τον