Λέξη: κράτος

Σχετικές λέξεις: κράτος

κράτος παρίας, κράτος και δημόσια πολιτική, κράτος και ομάδες συμφερόντων, κράτος μυθολογία, κράτος ετυμολογία, κράτος εν κράτη, κράτος και δίκαιο, κράτος πρόνοιας, κράτος δικαίου, κράτος των ρως

Συνώνυμα: κράτος

ταλάντευση, εξουσία, επιρροή, κουνώ, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή

Μεταφράσεις: κράτος

κράτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
state, Member, the Member, a Member, Member State

κράτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
país, manifestar, estado, estatal, estado de, el estado, del estado

κράτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sagen, vorbringen, umstände, zustand, stand, erzählen, angeben, verfassung, staatlich, status, staat, land, Zustand, Staat, Stand, Staats

κράτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
constater, poste, assiette, pompe, établir, dire, rang, spécifier, sol, condition, position, posture, standing, déterminer, annoncer, national, état, Etat, l'état, l'Etat, d'État

κράτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stato, paese, statale, affermare, asserire, constatare, campagna, condizione, stato di, dello stato

κράτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exprimir, estabelecer, terra, estado, país, estado de, estatal, estadual, do estado

κράτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
land, beweren, verzekeren, staat, toestand, State, stand, status

κράτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
национальный, положение, излагать, утвердить, устанавливать, страна, утверждать, государственный, нахождение, формулировать, стан, высказывать, проставлять, помпа, проставить, твердить, состояние, государство, государственная, государством

κράτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stat, land, stilling, staten, tilstand, state, tilstanden

κράτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skick, stat, land, bygd, konstatera, tillstånd, tillståndet, staten, statligt

κράτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maa, esittää, ilmoittaa, osavaltio, valtio, siivo, tila, valtion, tilassa

κράτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
erklære, provins, stat, tilstand, land, staten, State

κράτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
situace, země, ustanovit, prohlásit, nádhera, tvrdit, stav, hlásat, zjistit, stanovit, státní, udat, postavení, konstatovat, vyjádřit, stát, stavu

κράτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stwierdzić, ustalać, uroczystość, kraj, opiewać, wyłuszczyć, etatyzacja, człon, takt, etatyzm, państwowy, stwierdzać, państwo, paradny, stanowisko, orzekać, stan, państwa, stanu

κράτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
állami, méltóság, státusz, állam, állapotban, állapot, State

κράτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
devlet, hükümet, kır, durum, devletin, eyalet, devleti

κράτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стверджувати, будову, будова, державницький, штат, стан, стану

κράτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtet, shtetëror, shteti, shtetërore, shtet i

κράτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
родина, страна, държава, казвам, състояние, държавен, щат

κράτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
казаць, край, стан

κράτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
riiklik, seisund, osariik, riik, riigi, seisukord, olekus

κράτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oblik, državne, prilike, država, stanje, državno, države, kazati, državni, državna

κράτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ástand, hagur, ríkisins, ríkið, ríki, ástandsins

κράτος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
civitas

κράτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kraštas, valstybė, šalis, valstybės, būklė, būsena, valstybinė

κράτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stāvoklis, zeme, valsts, valstij, stāvokli, state

κράτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
државата, земјата, состојба, држава, државните, државната, државни

κράτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
stare, stat, ţară, de stat, statului, statul

κράτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ustanovit, država, stav, stanje, state, državna, državni

κράτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stav, stavu, stave, situácia, situáciu

Στατιστικά δημοτικότητας: κράτος

Τυχαίες λέξεις