Insopportabile στα ελληνικά
Μετάφραση: insopportabile, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανυπόφορος, αβάσταχτος, αφόρητη, ανυπόφορη, αφόρητο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- insolvenza στα ελληνικά - αφερεγγυότητα, αφερεγγυότητας, πτώχευσης, πτωχεύσεως, περί αφερεγγυότητας
- insonnia στα ελληνικά - αϋπνία, αϋπνίας, την αϋπνία, της αϋπνίας, η αϋπνία
- insorto στα ελληνικά - αντάρτης, στασιαστής, ανταρτών, των ανταρτών, εξεγερμένων
- insozzare στα ελληνικά - μαγαρίζω, κηλιδώνω, σπιλώνω, ρυπαίνω, μολύνω, defile, μολύνει τον, ...
Τυχαίες λέξεις
Insopportabile στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανυπόφορος, αβάσταχτος, αφόρητη, ανυπόφορη, αφόρητο
Μεταφράσεις: ανυπόφορος, αβάσταχτος, αφόρητη, ανυπόφορη, αφόρητο