Λέξη: διέπω

Σχετικές λέξεις: διέπω

διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω στα αγγλικά, διέπω αγγλικά, διέπω ετυμολογία, διέπω λεξικό

Συνώνυμα: διέπω

χαρακώνω, κυβερνώ, θέτω υπό όρους, εθίζω, επανακαθιστώ, τελώ υπό αίρεση, εξαρτώ

Μεταφράσεις: διέπω

διέπω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
govern, diepo

διέπω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
regir, capitanear, gobernar, diepo

διέπω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
herrschen, regieren, diepo

διέπω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
régner, gouvernons, administrer, gouvernent, gouvernez, maîtriser, diriger, régir, déterminer, dominer, gouverner, Diepo

διέπω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
governare, diepo

διέπω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dominar, abóbora, governar, reger, governe, diepo

διέπω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
besturen, aanvoeren, heersen, regeren, Diepo

διέπω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
владеть, влиять, управлять, править, регулировать, обусловливать, руководить, направлять, определять, diepo

διέπω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
regjere, styre, diepo

διέπω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
regera, styra, diepo

διέπω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vallita, hallita, säädellä, diepo

διέπω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
regere, styre, diepo

διέπω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ovládnout, určovat, vládnout, spravovat, ovládat, řídit, panovat, diepo

διέπω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rządzić, determinować, panować, diepo

διέπω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
diepo

διέπω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yönetmek, diepo

διέπω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обумовлювати, визначати, направляти, володіти, diepo

διέπω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
diepo

διέπω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
управията, diepo

διέπω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
diepo

διέπω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valitsema, diepo

διέπω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
urediti, uređivati, vladati, upravljati, diepo

διέπω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
drottna, diepo

διέπω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
moderor, rego

διέπω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viešpatauti, valdyti, diepo

διέπω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vadīt, pārvaldīt, diepo

διέπω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
diepo

διέπω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diepo

διέπω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vladat, diepo

διέπω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
panovať, Diep
Τυχαίες λέξεις