Intitolare στα ελληνικά
Μετάφραση: intitolare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τίτλος, το δικαίωμα, δικαίωμα, εξουσιοδοτούν, δίνει το δικαίωμα, παρέχουν το δικαίωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- intingolo στα ελληνικά - σάλτσα, σάλτσας, τη σάλτσα, σως, σάλτσα από
- intirizzire στα ελληνικά - μουδιασμένος, ναρκωμένος, μουδιασμένο, μουδιασμένη, μουδιάζουν
- intollerabile στα ελληνικά - ανυπόφορος, αφόρητη, ανυπόφορη, απαράδεκτες, ανεπίτρεπτη
- intolleranza στα ελληνικά - μισαλλοδοξία, αδιαλλαξία, δυσανεξία, μισαλλοδοξίας, δυσανεξίας
Τυχαίες λέξεις
Intitolare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τίτλος, το δικαίωμα, δικαίωμα, εξουσιοδοτούν, δίνει το δικαίωμα, παρέχουν το δικαίωμα
Μεταφράσεις: τίτλος, το δικαίωμα, δικαίωμα, εξουσιοδοτούν, δίνει το δικαίωμα, παρέχουν το δικαίωμα