Λέξη: λινάρι
Σχετικές λέξεις: λινάρι
λινάρι ιδιότητες, λινάρι φυτό, λινάρι καλλιέργεια, παραλία λινάρι
Μεταφράσεις: λινάρι
λινάρι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flax, linen, of flax
λινάρι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lino, de lino, el lino, del lino, linaza
λινάρι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lein, flachs, Flachs, Lein, Flachs-
λινάρι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lin, le lin, de lin, du lin
λινάρι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lino, di lino, il lino, del lino, settore del lino
λινάρι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
linho, de linho, o linho, flax, do linho
λινάρι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vlas, vezelvlas, van vlas, sector vezelvlas, de sector vezelvlas
λινάρι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кудель, лен, холст, лён, льна, льняное, льняного
λινάρι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lin, linfrø, for raps
λινάρι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lin, lin-, av lin, spånadslin, linfibrer
λινάρι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pellavakuitu, pellava, pellavainen, pellavan, pellava-, pellavaa, pellavakuitujen
λινάρι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hør, hoer, hør-, af hør, hørfibre
λινάρι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
len, lnu, lněná, lněné, lněných
λινάρι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
len, lnu, lniane, lnianego, flax
λινάρι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
len, rostlen, len-, a len, lenrost
λινάρι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keten, flax, keten tohumu
λινάρι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
льон, лен, ле
λινάρι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
li, liri, Tani liri, lirin, liri të
λινάρι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лен, ленени, лена, ленено, на лен
λινάρι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лён, лен
λινάρι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lina, lina-, flax, linakiu, linast
λινάρι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lan, lana, laneno, lanenog, propade lan
λινάρι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hör, knappar, öx, að öx
λινάρι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
linas, linai, linų, lino, linus
λινάρι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lini, linu, linšķiedras, liniem, šķiedras lini
λινάρι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лен, ленено, ленени, ленот, Лена
λινάρι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
in, de in, inului, inul, sectorul inului
λινάρι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
len, lan, laneno, lanu, laneni, lanena
λινάρι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
len, ľan, ľanu
Τυχαίες λέξεις