Intoppo στα ελληνικά

Μετάφραση: intoppo, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσχέρεια, δυσκολία, αναποδιά, κανένα πρόβλημα, εμπόδιο, κοτσαδόρου, κοτσαδόρο
Intoppo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • intontire στα ελληνικά - αποβλακώνω, σάστισμα, αποσβολώνω, ζάλη, παραζάλη, χαμένος
  • intoppare στα ελληνικά - παραπατώ, σκουντουφλώ, τρικλίζω, παραπάτημα, ολίσθημα, σκοντάψει, σκοντάφτουν, ...
  • intorno στα ελληνικά - περί, γύρω, για, περίπου, σχετικά με, σχετικά, για το
  • intossicare στα ελληνικά - δηλητήριο, δηλητηρίου, δηλητηριάσεων, το δηλητήριο, δηλητηριώδη
Τυχαίες λέξεις
Intoppo στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσχέρεια, δυσκολία, αναποδιά, κανένα πρόβλημα, εμπόδιο, κοτσαδόρου, κοτσαδόρο