Isolato στα ελληνικά

Μετάφραση: isolato, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοναχικός, μόνος, ασυντρόφευτος, απόκοσμος, μοναχός, απομονωμένος, απομονωμένες, απομονωμένο, απομονώνονται, απομονωμένη
Isolato στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • isolano στα ελληνικά - νησιώτης, Islander, νησιώτικο, νησιώτικη, νησιωτική
  • isolare στα ελληνικά - διαχωρίζω, απομονώνω, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
  • isolotto στα ελληνικά - νησάκι, νησίδα, νησιδίων, νησίδων, νησίδας
  • isoscele στα ελληνικά - ισοσκελής, ισοσκελές, ισοσκελούς, ισοσκελή, ισοσκελών
Τυχαίες λέξεις
Isolato στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοναχικός, μόνος, ασυντρόφευτος, απόκοσμος, μοναχός, απομονωμένος, απομονωμένες, απομονωμένο, απομονώνονται, απομονωμένη