Lucrativo στα ελληνικά

Μετάφραση: lucrativo, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικερδής, προσοδοφόρα, προσοδοφόρες, επικερδείς, κερδοφόρα
Lucrativo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lucidare στα ελληνικά - βερνίκι, λούστρο, λουστράρω, στιλβώνω, γυαλίζω, στίλβωση, Πολωνός, ...
  • lucido στα ελληνικά - σαφής, ευκρινής, λαγαρός, γυαλισμένο, γυαλισμένη, γυαλισμένα, στιλβωμένο, ...
  • lucro στα ελληνικά - κέρδος, κέρδους, κέρδη, κερδών, το κέρδος
  • lue στα ελληνικά - σύφιλη, Lues
Τυχαίες λέξεις
Lucrativo στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικερδής, προσοδοφόρα, προσοδοφόρες, επικερδείς, κερδοφόρα