Λέξη: μαραγκός

Σχετικές λέξεις: μαραγκός

μαραγκός πέτρος, μαραγκός θεσσαλονίκη, μαραγκός ωρλ, μαραγκός δημήτρης οφθαλμίατρος, μαραγκός φαρμακείο ακαδημίας, μαραγκός κέρκυρα, μαραγκός κτηνίατρος, μαραγκός εκτυπώσεις, μαραγκός παγκράτι, μαραγκός γιώργος

Συνώνυμα: μαραγκός

ξυλουργός

Μεταφράσεις: μαραγκός

μαραγκός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
carpenter, Marangos, Maragos, a carpenter, Maragkos

μαραγκός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carpintero, carpintería, carpintero de, de carpintero, carpinterã

μαραγκός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zimmermannabc, schreiner, zimmerer, tischler, zimmermann, bauschreiner, Zimmermann, Schreiner, Tischler, Zimmerer

μαραγκός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
charpentier, menuisier, menuiserie, carpenter

μαραγκός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carpentiere, falegname, carpenteria, legnaiolo, carpenter

μαραγκός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carpinteiro, carpentry, carpenter, marcineiro, do carpinteiro

μαραγκός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
timmerman, Carpenter, van de timmerman, de Timmerman, schrijnwerker

μαραγκός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плотничать, плотник, столяр, Карпентер, плотником, Carpenter, плотника

μαραγκός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
snekker, tømmer, snekkere, tømmermannen, snekkeren

μαραγκός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snickare, Carpenter, snickaren, snickar, timmerman

μαραγκός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirvesmies, timpuri, puuseppä, puusepäntyö, carpenter, puusepän

μαραγκός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tømrer, Carpenter, snedker, tømrere, Carpenters

μαραγκός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tesař, truhlář, truhlárna, tesaře, tesařský manuální

μαραγκός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cieśla, stolarz, stolarnia, Carpenter, stolarzem, stolarza

μαραγκός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ács, asztalos, asztalos műhely, asztalat, ácsmester

μαραγκός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
marangoz, doğramacı, dülger, carpenter, bir marangoz, marangozhane

μαραγκός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тесляр, теслювати, тесля, плотник

μαραγκός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
marangoz, zdrukthëtar, Zdrukthëtari, zdrukthtar, karpentier

μαραγκός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дърводелец, дърводелски, дърводелска, дърводелеца

μαραγκός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цясляр, цясьляр, цесля, цесьля

μαραγκός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puusepp, puusepa, puusepana, carpenter

μαραγκός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stolar, tesar, drvodjelac, drvodjelja, meštar, tesarski

μαραγκός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
smiður, trésmiður, smiðurinn, húsasmiður, húsasmíði

μαραγκός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lignarius

μαραγκός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dailidė, stalius, dailidės, carpenter, staliaus

μαραγκός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
namdaris, galdnieks, Carpenter, galdnieku, galdnieka

μαραγκός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
столар, дрводелец, столарски, дрводелецот, столарска

μαραγκός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dulgher, tâmplar, Carpenter, tamplar, tâmplărie

μαραγκός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tesar, mizar, Stavbni mizar, carpenter

μαραγκός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tesár, Carpenter

Στατιστικά δημοτικότητας: μαραγκός

Τυχαίες λέξεις