Λέξη: κάμερα

Σχετικές λέξεις: κάμερα

κάμερα κατέγραψε φάντασμα να τρέχει σε γήπεδο κατά τη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα, κάμερα mms black ir, κάμερα ιωάννινα, κάμερα dsc-qx100, κάμερα οπισθοπορείας, κάμερα gopro, κάμερα μελισσοκομείων, κάμερα παρακολούθησης εξωτερικού χώρου, κάμερα αυτοκινήτου, κάμερα στραμμένη πάνω μου στίχοι, κρυφή κάμερα

Συνώνυμα: κάμερα

φωτογραφική μηχανή, μηχανή

Μεταφράσεις: κάμερα

κάμερα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
camera, webcam, the camera, camcorder, camera is

κάμερα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cámara, la cámara, cámara de, de cámara, de la cámara

κάμερα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fotoapparat, photoapparat, kamera, Kamera

κάμερα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caméra, appareil photo, appareil, la caméra, huis clos

κάμερα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
macchina fotografica, telecamera, fotocamera, camera, videocamera

κάμερα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
câmera, câmara, de câmara, câmera de, da câmera

κάμερα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
camera, fototoestel, kiektoestel, de camera

κάμερα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
киноаппарат, фотоаппарат, камера, кинокамера, камеры, фотокамера, камеру, камерой

κάμερα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fotoapparat, kamera, kameraet, camera, kameraets

κάμερα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kamera, kameran, kamerans, camera

κάμερα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kamera, kameran, kameraa, kameraan, kamerasta

κάμερα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kamera, kameraet, kameraets

κάμερα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kamera, fotoaparát, fotoaparátu, kamery, kameru

κάμερα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kamera, aparat, aparat fotograficzny, kamery, aparatu

κάμερα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kamera, fényképezőgép, fényképezőgépet, kamerát, kamerával

κάμερα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kamera, fotoğraf makinesi, makinesi, camera, kameranın

κάμερα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кінокамера, фотоапарат, камера, кіноапарат, Сховище

κάμερα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aparat fotografik, kamerë, kamera, aparat, kamera e

κάμερα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фотоапарат, камера, камерата, фотоапарата, на камерата

κάμερα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
камера, камеры

κάμερα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaamera, fotoaparaat, filmikaamera, kaamerat, kaameraga, fotoaparaadi

κάμερα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
foto, foto-aparat, fotoaparat, kamera, fotoaparata, Camera, kamere

κάμερα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ljósmyndavél, myndavél, myndavélin, myndavélinni, myndavélina, myndavélar

κάμερα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fotoaparatas, kamera, kameros, fotoaparato, Camera

κάμερα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kinokamera, kamera, fotoaparāts, kameras, kameru, fotokamera

κάμερα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
камера, камерата, фотоапарат, апарат, фото апарат

κάμερα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aparat foto, camera, camerei, aparat de fotografiat, aparat

κάμερα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fotoaparát, fotoaparat, kamera, kamere, camera, kamero

κάμερα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fotoaparát, kamera, kameru, kamery

Στατιστικά δημοτικότητας: κάμερα

Τυχαίες λέξεις