Masso στα ελληνικά
Μετάφραση: masso, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέτρα, κουνώ, πετροβολώ, λικνίζω, ροκ, λιθοβολώ, ογκόλιθος, Boulder, ογκόλιθο, τεράστιο βράχο, Boulder του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- massima στα ελληνικά - βασιλεύω, ρύθμιση, κανόνας, γνωμικό, κανονισμός, αρχή, αποφασίζω, ...
- massimo στα ελληνικά - ανώτατο όριο, μέγιστη, μέγιστο, μέγιστης, μέγιστου
- masticare στα ελληνικά - μασώ, μάσημα, μασάτε, μασούν, μασήσει, μασήσουν
- masticazione στα ελληνικά - μάσηση, μάσησης, τη μάσηση, της μάσησης
Τυχαίες λέξεις
Masso στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέτρα, κουνώ, πετροβολώ, λικνίζω, ροκ, λιθοβολώ, ογκόλιθος, Boulder, ογκόλιθο, τεράστιο βράχο, Boulder του
Μεταφράσεις: πέτρα, κουνώ, πετροβολώ, λικνίζω, ροκ, λιθοβολώ, ογκόλιθος, Boulder, ογκόλιθο, τεράστιο βράχο, Boulder του