Λέξη: μικροποσότητα
Σχετικές λέξεις: μικροποσότητα
μικροποσότητα χαζής
Μεταφράσεις: μικροποσότητα
μικροποσότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trickle, aliquot, small quantity, a small quantity, small quantity of, aliquot of
μικροποσότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
goteo, escurrir, gotear, alícuota, parte alícuota, alıcuota, alícuota de, parte alıcuota
μικροποσότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tropfen, aliquoten, Aliquot, aliquote, Aliquots, aliquoter
μικροποσότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
couler, goutte, dégouliner, dégoutter, ruisseler, aliquote, partie aliquote, aliquot, portion aliquote, fraction aliquote
μικροποσότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aliquota, un'aliquota, parte aliquota, aliquote, aliquota prelevata
μικροποσότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gota, pingo, alíquota, aliquota, al�uota, alíquota de, ali quota
μικροποσότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lik, drop, droppel, druppel, evenmatig, hoeveelheid, aliquot, monster, portie
μικροποσότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сочиться, накрапывать, цевка, струйка, стечь, затекать, сечение, засыпаться, стекать, аликвоту, аликвоты, аликвота, аликвотную, Аликвотное
μικροποσότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drypp, delmengde, alikvot, aliquot, porsjon, målt andel
μικροποσότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
droppa, drypa, alikvot, delmängd, portion, alikvoten, prov
μικροποσότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pisaroida, norua, kihota, herua, noro, pursuta, näyte, erä, määräosa, alikvootti, n erä
μικροποσότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
portion, alikvot, aliquot, prøve, alikvote
μικροποσότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kapat, stékat, skapávat, kanout, alikvotní, alikvotní podíl, alikvot, alikvotu, alikvotní část
μικροποσότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
strużka, ujawnić, sączenie, kapać, ściekać, sączyć, kapanie, cieknąć, ujawniać, ciurkać, podzielnik, podwielokrotność, porcję, próbkę, podwielokrotności
μικροποσότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aliquot, alikvot, aliquot részt, aliquot részét, alikvot részét
μικροποσότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
damlamak, tümbölen, kısım, alikotu, tümböleni, alikosu
μικροποσότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цівка, аліквоту
μικροποσότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
që ndahet pa tepricë, ndahet pa tepricë
μικροποσότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
струйка, кратен, аликвотна, аликвотна част, аликвота, аликвотната
μικροποσότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аликвоту
μικροποσότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nirisema, alikvoodi, alikvoot, alikvootne, alikvooti, alikvootse
μικροποσότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kapati, kapanje, curiti, rominjanje, alikvot, alikvota, alikvotni, alikvoti, alikvot koji
μικροποσότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skammtur, Deiliskammtur, skammtsins, Skammti, Deili
μικροποσότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
alikvotinė, alikvotinė dalis, alikvotinės dalies, tirpalo alikvotinės dalies, alikvota
μικροποσότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
alikvotā, alikvotu, alikvoto, alikvoto daļu, alikvotu daļu
μικροποσότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
количество, точно одреден, точно одреден дел, аликвотен, аликвотен број содржан
μικροποσότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alicot, alicotă, porțiune, parte alicotă, de probă
μικροποσότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stékat, alikvot, alikvotni, enaki del
μικροποσότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
alikvótnu, alikvotná, alikvotnú, alikvotné, alikvótna
Τυχαίες λέξεις