Λιθοβολώ στα ιταλικά
Μετάφραση: λιθοβολώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
masso, sasso, denocciolare, rupe, pietra, pelle, pelliccia, pelo, pelt, trippa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιθοβολώ
λιθοβολώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, λιθοβολώ στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- λιγοστός στα ιταλικά - alcuni, poco, scarno, alquanti, magro, magra, scarso, ...
- λιγόλογος στα ιταλικά - taciturno, taciturna, taciturni, taciturn
- λιθοστρώνω στα ιταλικά - ciottolo, cobble, ciottoli, del ciottolo, affastellate
- λικνίζομαι στα ιταλικά - liknizomai
Τυχαίες λέξεις
Λιθοβολώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: masso, sasso, denocciolare, rupe, pietra, pelle, pelliccia, pelo, pelt, trippa
Μεταφράσεις: masso, sasso, denocciolare, rupe, pietra, pelle, pelliccia, pelo, pelt, trippa