Occhio στα ελληνικά
Μετάφραση: occhio, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάτι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- occhiali στα ελληνικά - γυαλιά, ποτήρια, τα γυαλιά, γυαλιών, Γυαλία
- occhiata στα ελληνικά - φαίνομαι, εμφάνιση, κοιτάζω, βλέμμα, ματιά, όψεως
- occidentale στα ελληνικά - δύση, δυτικός, δυτική, Western, δυτικό, δυτικές
- occidente στα ελληνικά - δύση, δυτικός, δυτικά, West, δυτική
Τυχαίες λέξεις
Occhio στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάτι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Μεταφράσεις: μάτι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού