Οφθαλμός στα ιταλικά

Μετάφραση: οφθαλμός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guardare, occhio, occhi, dell'occhio, eye, degli occhi
Οφθαλμός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οφθαλμός

οφθαλμός ηλιούπολη, οφθαλμός του βόνταν, οφθαλμός οπτικά, οφθαλμόσ αντί οφθαλμού, οφθαλμός γλυφάδα, οφθαλμός λεξικό γλώσσας ιταλικά, οφθαλμός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ουσιώδης στα ιταλικά - vitale, indispensabile, importante, basilare, essenziale, fondamentale, essenziali, ...
  • οφείλω στα ιταλικά - dovere, debitore, devono la, in debito
  • οχετός στα ιταλικά - fogna, drenaggio, canale, grondaia, drenare, scolare, di scarico, ...
  • οχιά στα ιταλικά - vipera, Viper, di vipera, della vipera
Τυχαίες λέξεις
Οφθαλμός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: guardare, occhio, occhi, dell'occhio, eye, degli occhi