Λέξη: διίσταμαι

Σχετικές λέξεις: διίσταμαι

διίσταμαι αγγλικα

Συνώνυμα: διίσταμαι

αποκλίνω, απομακρύνομαι

Μεταφράσεις: διίσταμαι

διίσταμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dissent, diverge

διίσταμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disidencia, divergir, divergen, diferir, apartarse, divergentes

διίσταμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unstimmigkeit, divergieren, abweichen, auseinander gehen, auseinander

διίσταμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dissentiment, dissidence, divergence, se écarter, s'écarter, diverger, écarter, divergent

διίσταμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dissenso, divergere, divergono, discostarsi, divergenti, differire

διίσταμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
divergir, divergem, diverge, divergentes, afastar

διίσταμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwijken, uiteenlopen, verschillen, divergeren, uiteen

διίσταμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
несогласие, разногласие, разойтись, расходиться, расходятся, расходится, отклоняться, отличаться

διίσταμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
divergere, divergerer, avviker, spriker, avvike

διίσταμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
divergerar, avvika, avviker, skiljer, skiljer sig

διίσταμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mielenosoitus, poiketa, poikkeavat, eroavat, poikkeavat toisistaan, eroavat toisistaan

διίσταμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afviger, divergerer, afvige, divergere

διίσταμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozpor, rozbíhat, rozcházet se, rozcházejí, rozcházet, rozbíhají

διίσταμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odstępstwo, różnić, herezja, różnica, rozłam, rozchodzą, rozbieżne, odbiegać, rozchodzą się, odbiegają

διίσταμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
véleményeltérés, eltér, eltérnek, eltérőek, térnek, eltérhet

διίσταμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sapmak, farklılaşmaya, ıraksayan, ıraksar, diverge

διίσταμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розійтися, незгода, розходитися, розходитись, розходитимуться

διίσταμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndryshojnë, të ndryshojnë, degëzohem, ndahen, të devijojë

διίσταμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разминават, разклоняват, отклоняват, се различават, се отклонява

διίσταμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разыходзіцца, расхадзіцца, расходзіцца

διίσταμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eriarvamus, lahknema, hargnema, erinevad, kõrvale, erineda

διίσταμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razilaziti se, razilaziti, razilaze, odstupaju, odstupati

διίσταμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
víki, munur, stangast, stangast á, munur er

διίσταμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skirtis, nukrypti, skiriasi, nukryps, nukrypsta

διίσταμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novirzīties, atšķirties, atšķiras, atšķirīgi, atšėiras

διίσταμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разминуваат, се разминуваат, разидуваат, отстапуваат, дивергира

διίσταμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diverge, divergente, sunt divergente, diverg, se abată

διίσταμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razhajajo, odstopajo, razlikujejo, odstopa, razlikujeta

διίσταμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozbiehať
Τυχαίες λέξεις