Λέξη: προσεκτικός

Σχετικές λέξεις: προσεκτικός

προσεκτικόσ διαπραγματευτήσ, προσεκτικός συνώνυμο, προσεκτικός στα αγγλικά, προσεκτικός συνώνυμα

Συνώνυμα: προσεκτικός

προφυλακτικός, έξυπνος, πονηρός, πανούργος, επιφυλακτικός, φειδωλός, κλειστός, μεμονωμένος, στενός, κοντινός, επιμελής, με τάκτ, λεπτός, άγρυπνος, παρατηρητικός, ευλαβής, σκεπτικός

Μεταφράσεις: προσεκτικός

προσεκτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attentive, careful, wary, cautious, close, thoughtful

προσεκτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
solícito, circunspecto, precavido, diligente, cauto, cuidadoso, atento, cuidado, cuidadosa, cuidado de

προσεκτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
säuberlich, reiflich, sorgfältig, vorsichtig, sorgsam, besorgt, achtsam, aufmerksam, sorgfältige, sorgfältiger, sorgfältigen

προσεκτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sage, empressé, poli, diligent, prudent, courtois, obligeant, attentif, aimable, complaisant, circonspect, vigilant, attentionné, prévoyant, honnête, alerte, attention, soin, attentive

προσεκτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
premuroso, prudente, accurato, attento, attenzione, attenta, attenti, attenzione a

προσεκτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atento, prudente, cuidadoso, atencioso, cuidado, cuidadosa, cuidadosos, cuidado para

προσεκτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behoedzaam, oplettend, voorzichtig, attent, aandachtig, zorgvuldig, Opgepast, zorgvuldige, voorzichtig zijn

προσεκτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аккуратный, бережный, рачительный, осмотрительный, вежливый, внимательный, подозрительный, осторожный, старательный, опасливый, пристальный, тщательный, бдительный, домовитый, точный, настороженный, осторожным, осторожны, внимательны, осторожность

προσεκτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forsiktig, imidlertid, nøye, forsiktig med, forsiktig så

προσεκτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
påpasslig, uppmärksam, försiktig, aktsam, noggrann, varsam, noga, noga med, försiktiga

προσεκτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkka, varovainen, valpas, huomaavainen, herkkätunteinen, huolellinen, tarkkaavainen, huolellisesti, huolellista

προσεκτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opmærksom, forsigtig, omhyggelig, forsigtige, Pas

προσεκτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ostražitý, pečlivý, dbalý, zdvořilý, starostlivý, opatrný, obezřelý, laskavý, obezřetný, pozorný, bedlivý, pozor, opatrní

προσεκτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pilny, pomocny, oględny, nieufny, rozważny, pieczołowity, wnikliwy, przezorny, baczny, troskliwy, uważny, uprzejmy, ostrożny, grzeczny, usłużny, staranny, uważać

προσεκτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
óvatos, gondos, gondosan, körültekintő

προσεκτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dikkatli, dikkat, dikkat edin, dikkatli bir, özen

προσεκτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дбайливий, шишкуватий, попереджувальний, чемний, увічливий, влучний, бородавчастий, турботливий, старанний, обережний, уважний, обережним, обережними, обережною, обережнішим

προσεκτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kujdesshëm, i kujdesshëm, të kujdesshëm, kujdes, kujdesshme

προσεκτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
внимателен, внимателни, Внимавайте, внимателна

προσεκτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асцярожным, асьцярожным, асцярожных

προσεκτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hoolitsev, tõetruult, hoolikas, ettevaatlik, tähelepanelik, hoolikalt, hoolikat, ettevaatlikud

προσεκτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brižljiv, lukav, oprezan, predusretljiv, pažljiv, pozoran, pomnjiv, brižan, obazriv, učtiv, oprezni, pažljivi, oprezni da

προσεκτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðgætinn, varkár, varlega, gæta, gæta þess, vandlega

προσεκτικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
attentus

προσεκτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atidus, atsargus, atkarpą, atsargūs, atidžiai

προσεκτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzmanīgs, piesardzīgs, uzmanīgiem, uzmanīgi, Uzmanieties

προσεκτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Внимавајте, внимателни, внимателно, внимателна, внимателен

προσεκτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atent, până, atentă, atenți, atenta

προσεκτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pazljiv, previdni, previden, pazite

προσεκτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obozretný, opatrný, ostražitý, pozorný, dbajúci, opatrní, opatrne, pozor
Τυχαίες λέξεις