Occorrenza στα ελληνικά
Μετάφραση: occorrenza, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τύχη, ευκαιρία, πιθανότητα, συγκυρία, περιστατικό, συμβάν, εμφάνιση, εμφάνισης, επέλευση
Μεταφράσεις
- occidente στα ελληνικά - δύση, δυτικός, δυτικά, West, δυτική
- occorrente στα ελληνικά - αναγκαίος, απαραίτητος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο
- occultare στα ελληνικά - κρύβομαι, κρύβω, απόκρυψη, αποκρύψει, αποκρύψουν, κρύβουν, κρύψει
- occupare στα ελληνικά - καταλαμβάνω, καταλαμβάνουν, ανάληψη, αναλάβουν, αναλάβει, διαρκέσει έως
Τυχαίες λέξεις
Occorrenza στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τύχη, ευκαιρία, πιθανότητα, συγκυρία, περιστατικό, συμβάν, εμφάνιση, εμφάνισης, επέλευση
Μεταφράσεις: τύχη, ευκαιρία, πιθανότητα, συγκυρία, περιστατικό, συμβάν, εμφάνιση, εμφάνισης, επέλευση